- χύνει δάκρυα
- лее cолзи
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
αναγκόδακρυς — ἀναγκόδακρυς ( υος), υ (Α) αυτός που πιέζει τον εαυτό του να κλάψει, που χύνει δάκρυα με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + δακρυς < δάκρυ] … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
αδάκρυτος — και στος, η, ο (Α ἀδάκρυτος, ον) 1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα 2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος 3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος 4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ … Dictionary of Greek
χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… … Dictionary of Greek
αριδάκρυος — ἀριδάκρυος, ον και ἀρίδακρυς, υ (Α) αυτός που χύνει πολλά δάκρυα (για πρόσωπα) ή που συνοδεύεται με πολλά δάκρυα («ἀριδάκρυος γόος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + δάκρυ] … Dictionary of Greek
ολοδάκρυτος — η, ο (για οφθαλμό) αυτός που χύνει άφθονα δάκρυα, γεμάτος δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον πληθ. ολοδάκρυτα (μάτια), μαρτυρείται από το 1895 στο ημερολόγιο Ποικίλη Στοά] … Dictionary of Greek
περίδακρυς — υ, ΝΑ γεμάτος δάκρυα, αυτός που κλαίει πάρα πολύ και χύνει πικρά δάκρυα, δακρύβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δάκρυ] … Dictionary of Greek
ακριτόδακρυς — ἀκριτόδακρυς, υ (Α) αυτός που χύνει άφθονα δάκρυα «ἀκριτόδακρυς Τάνταλος» (Ανθ. Παλ. 5, 235). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + δακρυς < δάκρυ] … Dictionary of Greek
ποικιλόδακρυς — άκρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που χύνει πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δάκρυ (πρβλ. βαρύ δακρυς)] … Dictionary of Greek